- πειρήναντε
- πειραίνωfasten by the endsaor part act masc/neut nom/voc/acc dual (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πειραίνω — Α 1. (ποιητ. τ.) περαίνω 2. προσδένω, δένω κάτι με άλλο, συνδέω με σχοινί τα πείρατα, δηλαδή τα δύο άκρα («σειρὴν δὲ πλεκτὴν ἐξ αὐτοῡ πειρήναντε» αφού κατασκευάσετε πλέγμα από τις δύο άκρες τού δεσίματος, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεῖραρ (βλ. λ.… … Dictionary of Greek